Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριπόντες — ο, Ν βλ. τριπόντης … Dictionary of Greek
τριπόντης — και τρεπόντης και τρεπόντες και τριπόντες, ο, και τριπόντε, το, Ν ονομασία μεγάλου ιστιοφόρου πλοίου το οποίο έχει τρία καταστρώματα, αλλ. τρίκροτο … Dictionary of Greek